πληγώδης

πληγώδης
πληγώδης
like an impact
masc/fem acc pl (attic epic doric)
πληγώδης
like an impact
masc/fem nom/voc pl (doric aeolic)
πληγώδης
like an impact
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληγώδης — ῶδες, Α [πληγή] ο πληγοειδής* …   Dictionary of Greek

  • πληγώδεις — πληγώδης like an impact masc/fem acc pl πληγώδης like an impact masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”